- κατορυχή
- κατορυχή, ἡ (Α)[κατορύσσω]1. κατόρυξη*2. (κατά τον Ησύχ.) θαμμένος θησαυρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατορυχάς — κατορυχά̱ς , κατορυχή buried treasure fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)